- παρόδιος
- -α, -ο / παρόδιος, -ον, ΝΑ [πάροδος]αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην οδό (α. «παρόδιοι ιδιοκτήτες» β. «παρόδιος τοίχος», Υπερείδ.)1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρόδιονα) η πρόσοψηβ) φόρος για διάβαση, διόδιο2. παροιμιώδης («ῥῆμα παρόδιον τετριμμένον», Βασ.).
Dictionary of Greek. 2013.