παρόδιος

παρόδιος
-α, -ο / παρόδιος, -ον, ΝΑ [πάροδος]
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στην οδό (α. «παρόδιοι ιδιοκτήτες» β. «παρόδιος τοίχος», Υπερείδ.)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρόδιον
α) η πρόσοψη
β) φόρος για διάβαση, διόδιο
2. παροιμιώδης («ῥῆμα παρόδιον τετριμμένον», Βασ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρόδιος — by masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδιος — α, ο αυτός που είναι, που κατοικεί κοντά στο δρόμο: Παρόδιοι ιδιοκτήτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρόδιον — παρόδιος by masc/fem acc sg παρόδιος by neut nom/voc/acc sg παρόδιος by neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδίοις — παρόδιος by masc/fem/neut dat pl παρόδιος by neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδίου — παρόδιος by masc/fem/neut gen sg παρόδιος by neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδίων — παρόδιος by masc/fem/neut gen pl παρόδιος by neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδίῳ — παρόδιος by masc/fem/neut dat sg παρόδιος by neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδια — παρόδιος by neut nom/voc/acc pl παρόδιος by neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδίους — παρόδιος by masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόδιοι — παρόδιος by masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”